- αστερόεσσα
- ηη σημαία των Ηνωμένων Πολιτειών (από τα πολλά αστέρια της).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀστερόεσσα — ἀστερόεις like a star fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστερόεις — εσσα, εν (AM ἀστερόεις, εσσα, εν) [αστήρ] 1. ο γεμάτος αστέρια (η αστερόεσσα η σημαία των ΗΠΑ) 2. αυτός που λάμπει σαν αστέρι … Dictionary of Greek
καρχαρίας — Κοινή ονομασία διαφόρων σελαχίων ψαριών της τάξης των σκουαλιμόρφων (σελαχοειδή πλαγιόστομα). Τα ψάρια αυτά χαρακτηρίζονται κυρίως από το κοντό ρύγχος, το πολύ μακρύ και λεπτό σώμα, την απουσία εδραίου πτερυγίου, την παρουσία 5 6 βραγχιακών… … Dictionary of Greek
φόρμιγγα — η / φόρμιγξ, ιγγος, ΝΜΑ παραλλαγή τής αρχαϊκής λύρας, το αρχαιότερο είδος τών έγχορδων μουσικών οργάνων, που χρησιμοποιούσαν οι αοιδοί και οι ραψωδοί, παραπλήσιο με τη σημερινή άρπα αλλά μικρότερου σχήματος, με τέσσερεις και αργότερα με επτά… … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κολυμβίδες ή γαβιίδες — Οικογένεια κολυμβομόρφων πτηνών, που ζουν σε περιοχές του βορείου ημισφαιρίου. Χαρακτηρίζονται από ελαφρά συμπιεσμένο ράμφος, το οποίο δεν καλύπτεται από μεμβράνη· τα φτερά τους είναι κοντά, ενώ τα πόδια τους βρίσκονται στο πίσω μέρος του σώματος … Dictionary of Greek